Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

τα Τραγούδια και οι Ποιητές



Εγώ τους Ποιητές από τα Τραγούδια τους γνώρισα.

(Το κείμενο αυτό ξεκίνησε να γράφεται το Φθινόπωρο του 2011, έτος κατά το οποίο οι Έλληνες θυμηθήκαμε τα 100 χρόνια από την γέννηση των συνομήλικων ποιητών Οδυσσέα Ελύτη και Νίκου Γκάτσου. Τους αφιερώσαμε λόγους, άρθρα, φιλολογικές αναλύσεις, συναυλίες, μια πραγματικά ωραία ατμόσφαιρα, καθώς όλοι μας ανακαλύπταμε «γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού», του μεγάλου καταγάλανου ελληνικού ουρανού, που και οι δύο με τόσο πάθος ύμνησαν. Όμως εμένα κάτι μου έλειπε ή κάτι μου περίσσευε, για παράδειγμα αυτή η εναγώνια προσπάθεια να «αποδειχτεί» ότι ο Γκάτσος ήταν όντως ποιητής και όχι στιχουργός ή η εξ οφίτσιο καταχώριση του Ελύτη στους «σουρεαλιστές της γενιάς του 30». Έτσι είπα να προσθέσω κάτι κι εγώ, κάτι σχετικά με το πώς εγώ βίωσα και εξακολουθώ να βιώνω τους ποιητές και την ποίηση. Ύστερα αυτό το κειμενάκι χάθηκε μέσα στις απύθμενες χοάνες των μνημών των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των συμπαρομαρτούντων τους – ανακαλύφθηκε πρόσφατα, μάλλον τυχαία (ή μήπως με παρέμβαση ανώτερης δύναμης;) και μου ζήτησε να ολοκληρωθεί, παρ’ ότι γνωρίζει ότι το μέλλον του είναι ιδιαιτέρως αβέβαιο…).



Εξ αρχής η θέση: εγώ τους ποιητές από τα τραγούδια τους γνώρισα. Που σημαίνει, πολύ απλά, ότι πρώτα άκουσα τα τραγούδια που γράφτηκαν πάνω σε δικούς τους στίχους και ύστερα αγόρασα (μερικά από) τα βιβλία τους.
Δεν ντρέπομαι να το πω: δεν είμαι από εκείνους που διαβάζουν ποίηση. Πεζό λόγο, ναι, διαβάζω, εξ απαλών ονύχων, καυχιέμαι ότι είχα διαβάσει τα περισσότερα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Νίκου Καζαντζάκη κι άλλα πολλά πριν ακόμη τελειώσω το (εξατάξιο τότε) Γυμνάσιο. Και συνεχίζω απτόητος, ψάχνοντας να βρω διαμάντια μέσα στο τέλμα της σημερινής ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, όπου κάθε εντελώς άγνωστη κυριούλα, που είπε να ξεδώσει γράφοντας τον καημό της σε ένα βιβλίο, διαφημίζεται από τον εκδοτικό της οίκο ως «η πλέον αναγνωρίσιμη ελληνίδα συγγραφέας» - αλλά αυτό είναι μία άλλη πονεμένη ιστορία, που ίσως την ιστορήσουμε μιαν άλλη φορά. Όμως ποίηση;
Βεβαίως υπήρχαν οι άριστοι φιλόλογοι της γενιάς μας, υπήρχαν και τα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», κάτι ακούγαμε για Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό, Βαλαωρίτη, Γρυπάρη, Δροσίνη, Πολυδούρη, Καρυωτάκη, μέχρι και Αθανασιάδη-Νόβα, λίγα πράγματα για Κάλβο και Σεφέρη, ακόμη πιο λίγα για Καβάφη και Ελύτη, ούτε σκέψη για Γκάτσο και οπωσδήποτε καμία αναφορά σε Βάρναλη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Λειβαδίτη, Πατρίκιο, Σκαρίμπα, Καββαδία ή Εμπειρίκο, Κατσαρό, Καρούζο, Κακναβάτο (ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι, άραγε;…)
Ακούγαμε, ναι, κι ήμουν και καλός μαθητής και τά ‘παιρνα τα γράμματα. Αλλά ποίηση, όχι, δεν διάβαζα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήμουν 8-9 χρονών. Στο σπίτι, που δεν φημίζονταν για την βιβλιοθήκη του – το σπουδαιότερο περιεχόμενό της ήταν μία εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη, έκδοση 1927, και μια Μυθολογία του Decharme, κι από λογοτεχνία ας’ τα να πάνε – υπήρχε ραδιόφωνο (ένα μικρό, προπολεμικό, που επέζησε των σεισμών και ευημερεί μέχρι σήμερα) και πικάπ (που χάλασε και πετάχτηκε, δεν θυμάμαι πότε) με πολλούς δίσκους 45 και (αργότερα) 33 στροφών. Απ’ αυτές, λοιπόν, τις πηγές ήχου ξεκινάει η πραγματική γνωριμία μου με τους έλληνες ποιητές.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες και τα άλλα από τον Επιτάφιο-Γιάννης Ρίτσος, Κράτησα τη ζωή μου, Άνθη της πέτρας, Επιφάνια-Γιώργος Σεφέρης, Μοιραίοι-Κώστας Βάρναλης, Σαββατόβραδο-Τάσος Λειβαδίτης με Στέλιο Καζαντζίδη, Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα με Ντόρα Γιαννακοπούλου-Οδυσσέας Ελύτης.
Το 1964, σε ηλικία 11 χρονών, άκουσα το «Άξιον Εστί» του Ελύτη στην μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη (ευτυχώς, λέω, δεν τόλμησε κανείς άλλος συνθέτης να κάνει μία άλλη μελοποίηση…), που μόλις είχε κυκλοφορήσει, κι από τότε δεν έπαψε ούτε στιγμή να κυκλοφορεί στο μυαλό και στα χείλη μου. Θεωρώ ότι είναι το υπ’ αριθμόν ένα ελληνικό μουσικό και ποιητικό έργο και ένα από τα καλύτερα του 20ου αιώνα σε όλο τον κόσμο.
Τότε ήρθα «σε πρώτη επαφή» με τον Νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης και την Δοξαστική Μυρσίνη, με την Μνήμη που καίει ως Άκαυτη Βάτος πάνω στα Βουνά, με τους Ναούς που έχουν το Σχήμα του Ουρανού, με το Ερέχθειο των Πουλιών, με τους Σημάντορες Ανέμους που ιερουργούνε και τα Νησιά που ορτσάρουν στο μελτέμι με κόντρα φλόκο, τότε άρχισα να απορώ πώς ένα Χελιδόνι δεν αρκεί για να γυρίσει ο ήλιος της ακριβής Άνοιξης. Έστηνα αυτί, άκουγα και ξανάκουγα το ίδιο τραγούδι, απομνημονεύοντας κάθε μουσικό φθόγγο και ταυτόχρονα προσπαθώντας να καταλάβω τι έλεγαν τα λόγια – αυτές οι φοβερές λέξεις, άλλες ατόφιες κι άλλες πλασμένες, νέες, από αρχαίο υλικό και έμπνευση, όλες γεμάτες κίνηση, φως, εικόνες, όλες γεμάτες Ελλάδα.
Πολύ αργότερα, όταν είχε πια τελειώσει η περίοδος της χούντας των συνταγματαρχών, αγόρασα και το γκρίζο βιβλιαράκι απ’ τις εκδόσεις Ίκαρος. Μέχρι τότε είχα ήδη χιλιοτραγουδήσει, με την κιθάρα μου ή χωρίς αυτήν, σε παρέες, σε συναυλίες, σε διαδηλώσεις ότι το Χελιδόνι «…θέλει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους…», κάτι ανάλογο με το «…ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα…» του Άγγελου Σικελιανού.
Πίσω στα παιδικά χρόνια, λίγο μετά απ’ το Άξιον Εστί, ήρθε και με βρήκε η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, στην επίσης μοναδική μελοποίηση του Μίκη. Άλλοι ρυθμοί, αλλιώτικα λόγια, κι εδώ κάποιοι «…κάτω απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους κρατάνε της καμπάνας το σκοινί…» προσμένοντας να σημάνουν την Ανάσταση – ποια ανάσταση άραγε, αυτή του Μεγάλου Σαββάτου που πήγαινα με τα καλά μου και την πασχαλιάτικη λαμπάδα της νονάς μου;
Είναι, νομίζω, περιττό να πω πόσο και με τι πάθος οι νέοι της γενιά μου τραγουδήσαμε το «…σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες…», πόσο πιστέψαμε πραγματικά και πιστεύουμε ακόμη ότι «…αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας» – μακάρι να το πιστεύουν και οι νεώτερες γενιές…
Βιβλία με ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου δεν διαθέτει μέχρι τώρα η βιβλιοθήκη μου – χίλια πεντακόσια τόσα βιβλία, πλήρως ταξινομημένα. Διαθέτει Καβάφη, Σεφέρη, Αναγνωστάκη, Κατσαρό, Χριστιανόπουλο, Λειβαδίτη, Βάρναλη, Εμπειρίκο (μαζί με ολόκληρον τον «αιρετικό» Μέγα Ανατολικό…), Σουρή, Πατρίκιο, Πολυδούρη, Καββαδία, Ελύτη (μαζί με μια εξαιρετική μετάφραση της Αποκάλυψης του Ιωάννη), μια συλλογή του συμμαθητή μου Ζάχου Σιαφλέκη και κάποιους άλλους, ήσσονος σημασίας.
Συνέχισα να μαθαίνω την ποίηση του Ρίτσου μέσα απ’ το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή και την «Καντάτα για την Μακρόνησο» του Θάνου Μικρούτσικου, με κάποιες πινελιές από την γενικά άγνωστη «Κυρά των Αμπελιών», δίσκος του Γιώργου Κοτσώνη από το 1975.
Στην μέχρι τώρα πορεία μου συνάντησα το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού με την Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη και τις «Ωδές» του Ανδρέα Κάλβου σε μουσική Θεοδωράκη, τον «Στρατή Θαλασσινό ανάμεσα στους αγάπανθους» του Γιώργου Σεφέρη, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού και το «Οροπέδιο» του Μιχάλη Κατσαρού, όλα σε μελοποίηση του Γιάννη Μαρκόπουλου, τις «Μπαλάντες» και πολλά μεμονωμένα ποιήματα του Μανώλη Αναγνωστάκη αλλά και τα αποσπάσματα από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη σε μελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη, το «Φάτα Μοργκάνα» της Μαρίζας Κωχ και τον «Σταυρό του Νότου» του Θάνου Μικρούτσικου, και τα δύο πάνω σε ποίηση Νίκου Καββαδία, την «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, Κωνσταντίνου Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη και Γιάννη Ρίτσου, τον «Ήλιο τον πρώτο» και τον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» του Οδυσσέα Ελύτη σε μελοποίηση Γιάννη Μαρκόπουλου και Ηλία Ανδριόπουλου αντίστοιχα, τα τραγούδια του Λίνου Κόκοτου, τις τρεις «Ανθολογίες» του Γιάννη Σπανού, τραγούδια πάνω σε στίχους του Γιάννη Σκαρίμπα, της Μυρτιώτισσας, του Κ.Χ.Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου – «Χρονικό» του Μαρκόπουλου, «Η μεγάλη αγρύπνια» της Ελένης Καραΐνδρου), του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Κώστα Τριπολίτη, της Κατερίνας Γώγου, τα «Δύο ναυτικά τραγούδια» του Μίλτου Σαχτούρη, την «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη («θάνατος ειν’ οι κάργιες που χτυπιούνται στους άδειους τοίχους και στα κεραμίδια, θάνατος οι γυναίκες π’ αγαπιούνται καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια…)
Μέσω του Μάνου Χατζιδάκι γνώρισα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Βασίλη Ρώτα (που μας έδωσε και την μετάφραση των στίχων του ιρλανδού Brendan Bean στο έργο «Ένας Όμηρος» του Θεοδωράκη), τον γερμανό Bertold Brecht (μεταφρασμένο από τον Ελύτη στον «Κύκλο με την Κιμωλία»), τον ισπανό Federico Garcia Lorca με τον «Ματωμένο Γάμο» και, κυρίως, τον Νίκο Γκάτσο.
Και επειδή αυτό το κείμενο περιέχει αλήθειες της ζωής μου, πρέπει να πω ότι εκείνα τα «άγρια» χρόνια της χούντας και της μεταπολίτευσης, το τεράστιο έργο του Μάνου Χατζιδάκι δεν το είχαμε σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Μας έπεφτε πολύ ελαφρύ, πολύ «σεντιμεντάλ» (sentimental, αισθηματικό), πολύ απολιτίκ. Ίσως έφταιγε και το ότι ο ίδιος σιωπούσε απέναντι σε ότι συνέβαινε, απομονωμένος στη Νέα Υόρκη. Ίσως πάλι εκείνο το «νιάου-νιάου βρε γατούλα», που κι ο ίδιος κάποια στιγμή, αργότερα, αποκήρυξε, να είχε «μπλοκάρει» το μυαλό μας και να μην εκτιμούσαμε δεόντως την μεγάλη συνεισφορά του στην αναγνώριση του ρεμπέτικου τραγουδιού, που από το 1948 είχε βάλει σε τροχιά – π.χ. πέρασαν αρκετά καλοκαίρια μέχρι να αντιληφθούμε όλοι ότι το «…είμαι αητός χωρίς φτερά…» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι τραγούδι του Χατζιδάκι κι όχι του Θεοδωράκη… Παρ’ όλα ταύτα, στο ρεπερτόριο της κιθαροπαρέας ανυπερθέτως περιλαμβάνονταν, βεβαίως, το όνειρο των παιδιών της γειτονιάς, τα παιδιά του Πειραιά, ο κυρ-Αντώνης, η αγάπη πού ‘γινε δίκοπο μαχαίρι, τα παλιομισοφόρια, το πέλαγος που είναι βαθύ, και λίγα ακόμη.
Επαναφορά, Νίκος Γκάτσος. «…με την Ελλάδα καραβοκύρη, πάει μια φρεγάτα για το Μισίρι…» (Μυθολογία, 1966), «…τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά, ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά…» (Αθανασία, 1976), «…πας για να βγάλεις τ’ άχτι σου, μα δε θα γίνω στάχτη σου, κι αν μ’ έκαψες κι αν μ’ έκαψες, να μ’ αγαπάς δεν έπαψες…», «…ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς κι ενός μεσολογγίτη, προχτές την Κυριακή, μετά τη φυλακή, επέρασ’ απ’ το σπίτι…», «…στην Αμοργό, στη Σέριφο, στη Νιο, στη Σαντορίνη, μου στέλνεις κιτρολέμονο, σου στέλνω μανταρίνι…», «…μια φορά κι ένα καιρό, στη φωτιά και στον αγώνα, την αντίκρισα θαρρώ, σαν μια κόκκινη σταγόνα…» (όλα σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι), «…έλα απόψε στου Θωμά, να σου παίξω μπαγλαμά, μα στο νόημα για νά ‘μπεις, θα σου εξηγήσει ο Μπάμπης, του Γιωργάκη η δοξαριά θα σου κόψει τη μιλιά κι η Μαρίκα με το ντέφι θα γελά και θα σου γνέφει…» (μουσική Σταύρος Ξαρχάκος, Ρεμπέτικο, 1983). Η απόλυτη, μέχρις υπερβολής μερικές φορές, ομοιοκαταληξία. Αλλά και οι αυστηρά επιλεγμένες λέξεις, η λιτή έκφραση, οι πολύχρωμες εικόνες που δημιουργεί, ντυμένες με την μουσική όχι μόνο του Μάνου Χατζιδάκι, είναι τα στοιχεία που καθιέρωσαν τον Νίκο Γκάτσο στην ολιγομελή ομάδα των μεγάλων χειριστών της ελληνικής γλώσσας.
Και τίθεται αμέσως το ερώτημα: γιατί, παρακαλώ, οι στίχοι αυτοί κι άλλοι εκατοντάδες χιλιάδες σε τραγούδια όχι μόνο του Μάνου αλλά σχεδόν όλων των ελλήνων συνθετών, δεν είναι ποίηση; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσω την «Αμοργό» (ποιητικό έργο, με αρκετές ομοιότητες στο ύφος με αυτό του συνομήλικου Ελύτη, που εκδόθηκε το 1943 και το οποίο με το ζόρι, έχω την αίσθηση, μελοποίησε εν μέρει ο Χατζιδάκις και παραμένει μέχρι σήμερα εν πολλοίς άγνωστο) για να «βεβαιωθώ» ότι ο Γκάτσος ανήκει στην χορεία των ποιητών; Γιατί είναι ποιητής «με τη βούλα» ο Αθανασιάδης-Νόβας μ’ εκείνο το μνημειώδες «…κι ήταν τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα, και μού ‘λεγες γαργάλα τα, γαργάλα τα…» ή ο Στέλιος Σπεράντζας (που πολύ χώρο κατείχε στα Νεοελληνικά μας Αναγνώσματα), ο Κώστας Παράσχος, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και τόσοι-τόσες άλλοι-άλλες που ούτε τα ονόματά τους θα μάθω ποτέ, και δεν είναι ο Νίκος Γκάτσος;
Εγώ τους Ποιητές από τα Τραγούδια τους γνώρισα.
Να ζητήσω συγγνώμη, αν απαιτείται, από τους φιλολόγους, τους κριτικούς, τους αναλυτές της λογοτεχνίας, όλους εκείνους που ψάχνουν να βρουν «την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων» μέσα σε φορμαλιστικούς ετεροπροσδιορισμούς και διαλογιστικές αναζητήσεις. Να ζητήσω επίσης κι από τον Αριστοτέλη, αν θεωρηθεί – από τους ίδιους αναλυτές, πάντα – ότι η άποψή μου δεν συνάδει με τον «περί ποιήσεως» ορισμό.
Καθόλου δεν με ενδιαφέρει σε ποια «σχολή» ανήκει κάθε ποιητής, με ποιον και τι αλληλεπιδρά, με ποιους έκανε παρέα, τι δουλειά έκανε (άκουσα και το καταπληκτικό για τον Νίκο Γκάτσο, ότι «αναγκάστηκε (για να ζήσει, υποθέτω ότι εννοούνταν…) να γίνει Γενικός Διευθυντής της ΕΡΤ», κάπως υποτιμητικό μου ακούστηκε, δηλαδή δεν έπρεπε ένας τέτοιος άνθρωπος να διοικήσει κάποια στιγμή την πολυσυκοφαντημένη δημόσια ραδιοφωνία-τηλεόραση; Δηλαδή κι ο Μάνος Χατζιδάκις στο 3ο Πρόγραμμα κακώς έκανε που πήγε, ή μήπως «αναγκάστηκε» κι αυτός; Δηλαδή ο Γιώργος Σεφέρης που ήταν διπλωματικός υπάλληλος έπρεπε να τα παρατήσει και να κάθεται σ’ ένα γραφείο να γράφει ποιήματα; Και πώς θα μπορούσε, άραγε, να γράψει «όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» αν δεν είχε ο ίδιος ταξιδέψει πολύ; Ή αν ο Καββαδίας δεν αρμένιζε χρόνια τις θάλασσες «χωρίς χρυσάφι στο μανίκι» θα έγραφε στα κουτιά απ’ τα τσιγάρα του τις σκέψεις του – κατοπινά ποιήματα;
Το περιβάλλον, ναι, ο περιβάλλων χώρος, οι οικογενειακές συνθήκες, τα προσωπικά βιώματα, η πολιτική κατάσταση, ο μικρόκοσμος του καθενός, αυτά νιώθω εγώ ότι διαμορφώνουν το προσωπικό ύφος του κάθε ποιητή, αυτά «ακούω» εγώ όταν απολαμβάνω την τέχνη τους συνδυασμένη όμορφα με μια ωραία μουσική.
Κατά την γνώμη μου τότε δικαιώνεται και η ποίησή τους. Διαφορετικά, τολμώ να πω, μένει γράμμα νεκρό μέσα σε χοντρά βιβλία, που περιμένει τον αναλυτή ή τον εξασκημένο εραστή της ποίησης να δώσει ζωή, ύπαρξη στην έμπνευσή της. Δεν αμφισβητώ, βεβαίως, ότι ο Σεφέρης κι ο Ελύτης θα το έπαιρναν το βραβείο νόμπελ και χωρίς να είχαν γίνει κάποιοι στίχοι τους τραγούδια. Όμως το ερώτημα είναι: ξέρει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων τον Οδυσσέα Ελύτη επειδή πήρε νόμπελ λογοτεχνίας ή επειδή έγραψε τα λόγια στο «Ένα το χελιδόνι» του Μίκη Θεοδωράκη; Είναι βέβαιο ότι αυτοί που τραγουδούν για μυριοστή φορά «Στο περιγιάλι το κρυφό» ξέρουν πως έχει πάρει νόμπελ αυτός που έγραψε τους στίχους; Κι ακόμη: επειδή τους αρέσουν αυτά τα λόγια, κι επειδή κάποιος άλλος τους είπε ότι τα έχει γράψει ένας μεγάλος έλληνας ποιητής, που έχει πάρει και νόμπελ λογοτεχνίας, πόσοι, άραγε, θα σπεύσουν να αγοράσουν τα Άπαντα του Γιώργου Σεφέρη, προκειμένου να γνωρίσουν το τεράστιο και αξιολογότατο ποιητικό του έργο στο σύνολό του;
Να έρθουμε και λίγο στο παρόν. Που δεν έχει πια μήτε ποιητές, μήτε και συνθέτες, με δυο-τρεις φωτεινές εξαιρέσεις. Έχει μόνο τραγουδοποιούς, κάποιους πολύ λίγους καλούς, στην πλειοψηφία τους για τα μπάζα. Με «μουσική» του υπολογιστή-συνθεσάιζερ και στίχους επίσης του υπολογιστή (υπάρχουν ειδικά προγράμματα που συνταιριάζουν λέξεις, έτσι παράγονται στις μέρες μας τα περισσότερα ελληνικά τραγούδια). Τι τραγουδάμε, λοιπόν, σήμερα; Τα παλιά καλά τραγούδια – γίναμε κι εμείς σαν τους γονείς μας, που έλεγαν «παλιά καλά τραγούδια» κι εννοούσαν τις καντσονέτες και τις οπερέτες, την Δανάη και τον Τώνη Μαρούδα. Τα «δικά μας» είναι του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Μαρκόπουλου, του Χατζιδάκι, του Μούτση, του Κουγιουμτζή και κανα-δυο-τριών άλλων, μεταξύ των οποίων είναι και ο Διονύσης Σαββόπουλος, που αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην ελληνική μουσική σκηνή αλλά και στην ποίηση – μέχρι τώρα κάπως μπορεί και να «τη γλίτωνα». Μ’ αυτή την τελευταία διαπίστωση δεν καθαρίζω πια με τίποτε με τους φιλολόγους: ο Σαββόπουλος ποιητής, τι άλλο θ’ ακούσουμε!!
«Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα.
Παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα κι εσύ μιλάς ακόμα.
Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια κουλούρια ζητάει και λαχεία.
Κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα Υπουργεία αιτήσεις για τη Γερμανία.
Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει.
Στα καφενεία μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί.
Στέκει στο περίπτερο, διαβάζει φυλλάδες με μιάμιση δραχμή.
Όχι, όχι, αυτό δεν είναι τραγούδι.
Είν’ η τρύπια στέγη μιας παράγκας.
Είν’ η γόπα που μάζεψ’ ένας μάγκας
κι ο χαφιές που μας ακολουθεί…»
Αν αυτό δεν είναι ποίημα (και μάλιστα γραμμένο το 1963 για το …2013), τότε τι στην ευχή είναι; Ίσως μιαν άλλη φορά να βρούμε ευκαιρία να το συζητήσουμε κι αυτό το «ειδικό θέμα» Σαββόπουλος.
Εγώ πάντως μένω σ’ αυτό: τους ποιητές από τα τραγούδια τους γνώρισα και τους αγάπησα.

Κι όσο θα μπορώ να τους τραγουδάω, τόσο θα νιώθω ότι ζούνε και ευτυχούνε, οι ποιητές, εντός μου._

(ολοκληρώθηκε στο Ομορφοχώρι Λάρισας, στο κιόσκι, 3-7 Σεπτεμβρίου 2012)

14 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια, ακριβώς μέσα στο μυαλό μου είσαι! Να ζήσουν όσοι δεν διαβάζουν ποίηση αλλά ακούνε τα πιο όμορφα τραγούδια!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
      Γιατί δεν περνάτε μια βόλτα κι απ' το e-mail μας, να γνωριστούμε καλύτερα; Καθότι το bizoux της μπιζουδίτσας όμορφο πράγμα ακούγεται, πλην αγνοώ τι υποκρύπτει...

      Διαγραφή
  2. Μία από τις μανίες μου είναι η Bossa Nova της Βραζιλίας, ειδικά της δεκαετίας του '60. H εισαγωγή μου στη μουσική αυτή έγινε στις αρχές της δεκαετίας του '70 με το "πολύ ελαφρύ" τραγουδάκι "The Girl from Ipanema." (Δεν πείραζε βέβαια που το τραγουδούσe η πολύ όμορφη, για τα εφηβικά μου μάτια, Astrud Gilberto.) Με τον καιρό ανακάλυψα όλο και περισσότερη από τη μουσική του Vinicius de Moraes, μέχρι που κάποτε κατάλαβα οτι ήταν ποιητής, μελοποιημένος από πολλούς και διάφορους (συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του). Τί κι αν ήταν κι αυτός "απολιτίκ" και υπερβολικά "sentimental?" Τί κι αν διετέλεσε τραγουδιστής, θεατρικός συγγραφέας, συνθέτης, και (ω, το αίσχος!) διπλωμάτης (σαν και τον Σεφέρη); Τί κι αν δεν πολέμησε τη βραζιλιάνικη χούντα με όλη του τη δύναμη (σαν τον Χατζιδάκη), αν και τη θεωρούσε γελοία; Τί κι αν το πάθος του ήταν οι γυναίκες (παντρεύτηκε οχτώ φορές, κάθε φορά δηλαδή που αισθάνθηκε κάποιον απότομο έρωτα) και το ποτό (το ουίσκι ήταν ο καλύτερός του φίλος); Είναι μία ΜΟΡΦΗ της βραζιλιάνικης τέχνης κι έχει τιμηθεί (μετά θάνατον) με ό,τι βραβείο και τιμή υπάρχει στη χώρα του. Το άρθρο σου μου τον θύμισε και με εκφράζει πλήρως όσον αφορά την ποίησή του!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είμαστε πολλοί που σκεφτόμαστε ανάλογα.Και εγώ ανάμεσά τους.
    Όμως νομίζω ότι δεν μας αφορούν καθόλου οι πολεμικές των "ειδικών" περί στιχουργού
    ή ποιητή, όπως και σε ποιά σχολή θα κατατάξουμε τον Ελύτη κλπ.κλπ.Μας αρκεί ότι Τους ακούμε,
    μαυτούς μεγαλώσαμε άλλωστε,και ότι συνεχίζουν να συντροφεύουν την ζωή μας. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
    προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!(όχι???)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κώστας Καρανικολός (μέσω ηλεταχυδρομείου) 15 Μαρτίου 2014 - 10:49 μ.μ.
    Γουδ, γουδ. (Ως προς το τέλος: ναι, αλλά ο Γκαϊφύλλιας τι λέει;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πέτρος Ασημακόπουλος (μέσω ηλεταχυδρομείου) 16 Μαρτίου 2014 - 1:26 μ.μ.
    Όμορφο!!
    Και φυσικά ο Διονύσης είναι ποιητής (και φιλόσοφος θα έλεγα και λόγιος). Αλλά πάνω απ’ όλα τραγουδοποιός!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Γιάννης Σαμαράς (μέσω ηλεταχυδρομείου) 17 Μαρτίου 2014 - 9:00 π.μ.
    Μπάμπη καλημέρα και καλή βδομάδα,
    Σ’ ευχαριστώ για αυτά που έγραψες και που «άνοιξαν» την βδομάδα μας με τόσο όμορφο τρόπο.
    Τέτοια κείμενα, με την ιδιαίτερη ευαισθησία που σε διακρίνει, έχει ανάγκη η καθημερινότητα μας!
    Να είσαι πάντα καλά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Κώστας Ηλιόπουλος (μέσω ηλεταχυδρομείου) 17 Μαρτίου 2014 10:03 π.μ.
    Μπάμπη, Είσαι πολύ "ωραίος¨" !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Πέτρος Περσεφόνης (μέσω ηλεταχυδρομείου) 17 Μαρτίου 2014 2:37 μ.μ.
    ΩΡΑΙΟ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Μάκης Μίχος (μέσω ηλεταχυδρομείου) 15 Μαρτίου 2014 9:55 μ.μ.
    Διασκέδασα απόψε...
    Κορύνες ποίησης από αύριο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Πολύ ωραίο πόνημα Μπάμπη!
    Με γνώση και ευαισθησία.
    Ευχαριστούμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Κώστας Ζαφειρόπουλος (μέσω ηλεταχυδρομείου) 19 Μαρτίου 2014 3:37 μ.μ.
    ΠΟΙΗΜΑ !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Νίκος Αλεξίου (μέσω τηλεφώνου) 20 Μαρτίου 2014 11:35 π.μ.
    Μπράβο ρε Μπάμπη! Όσο για την "παράγκα" του Σαββόπουλου, για θυμήσου και το άλλο με τον παλιάτσο και τον ληστή, που λέει ο ληστής "εδώ επάνω στα βουνά δεν δίνω δυάρα τσακιστή...". Παλιά τραγούδια με σημερινά μηνύματα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Μπράβο Μπάμπη, οι σκέψεις σου έχουν πολλούς οπαδούς κι εγώ... μαζί σου, πήραν πνοή και ζωντάνεψαν τα ποιήματα με το πάντρεμα της μελωδίας...
    και μας ακολουθούν... Βάντα Τσαγκάρη

    ΑπάντησηΔιαγραφή